- ευλογιώ
- -άω [ευλογία]ευλογιάζω, πάσχω από τη νόσο ευλογία, είμαι βλογιασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευλογιάζω — και βλογιάζω και ευλογιώ, άω [ευλογία] έχω προσβληθεί, πάσχω από τη νόσο ευλογία (κν. ευλογιά, βλογιά) … Dictionary of Greek